πολυγωνομετρία

πολυγωνομετρία
η, Ν
(τοπογρ.) μέθοδος προσδιορισμού σημείων τού εδάφους με όδευση κατά την οποία σχηματίζεται πολυγωνική γραμμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολύγωνο + -μετρία*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πολυγωνομετρικός — ή, ό, Ν [πολυγωνομετρία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πολυγωνομετρία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”